-
1 κατ-οπτεύω
κατ-οπτεύω, ausspähen, ausforschen, beobachten; οὐράνιον χῶρον Arist. de mund. 1; D. Hal.; – belauschen, καὶ ὠτακουστεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 10; – pass., μὴ κατοπτευϑῶ παρών Soph. Phil. 124; πρὸς ἐχϑρῶν του κατοπτευϑείς Ai. 829; in Prosa, κατωπτεῦσϑαι Pol. 3, 38, 11.
-
2 κατοπτεύω
A spy out, ὠτακουστεῖν καὶ κ. v.l. for διοπτ- in X.Cyr.8.2.10; observe closely, ἅπαντα, φύσιν ἀνθρώπων, Plb.1.4.11, D.H.Lys.7; reconnoitre, Plb.3.45.3; of a night-policeman, POxy.1033.13 (iv A.D.); visit, explore a country, Plb.34.1.8, 34.5.9;τὸν οὐράνιον χῶρον Arist.Mu. 391a10
;ἐπὶ τοῦ Πηγάσου τὸν οὐρανόν Asclep.Myrl.
ap. Sch.Il.6.155; κ. ἐς .. AP 5.122 (Phld.):—[voice] Pass., Plb.3.37.11, Str.2.4.6; to be observed, S.Aj. 829;μὴ κατοπτευθῶ παρών Id.Ph. 124
;ἐκ τῶν φαινομένων κατωπτευμένων Phld.Sign.25
.II Astrol., exert a baleful aspect, Petos. ap. Vett. Val.112.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοπτεύω
См. также в других словарях:
κατοπτεύω — (ΑΜ κατοπτεύω) [κατόπτης] 1. παρατηρώ με προσοχή, ερευνώ ή παρακολουθώ με το βλέμμα, εξερευνώ («τὸν οὐράνιον ἐκεῑνον χῶρον κατοπτεῡσαι», Αριστοτ.) 2. κατασκοπεύω (α. «εἶχε συλλάβει υπονοίας και κατώπτευε τον Τούρκον διά τοὺ ετέρου τών οφθαλμών»,… … Dictionary of Greek